- ἐγγενής
- ἐγγενήςnativemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγγενής — ές (AM ἐγγενής, ές) 1. εγχώριος, ντόπιος («ἐγγενὴς Θηβαῑος») 2. (για ιδιότητες) σύμφυτος ή εκ γενετής (α. «εγγενής ανωμαλία» β. «εγγενείς δυσχέρειες» γ. «σφίσιν ἐγγενὲς ἔμεν ἀγαθοῑς» γιατί από το φυσικό τους είναι γενναίοι) αρχ. 1. συγγενής, από… … Dictionary of Greek
εγγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ο ιθαγενής, ο ντόπιος. 2. ο εκ γενετής, αυτός που δημιουργήθηκε εξαρχής, συνυπάρχει με κάτι άλλο: Eγγενείς δυσχέρειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφιγονία ή εγγενής αναπαραγωγή — Μορφή αναπαραγωγής με σχηματισμό ειδικών αναπαραγωγικών κυττάρων … Dictionary of Greek
ἐγγενῆ — ἐγγενής native neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐγγενής native masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐγγενής native masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγενεῖ — ἐγγενής native masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐγγενής native masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγενεῖς — ἐγγενής native masc/fem acc pl ἐγγενής native masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγενές — ἐγγενής native masc/fem voc sg ἐγγενής native neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγενοῦς — ἐγγενής native masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγενέες — ἐγγενής native masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγενέσιν — ἐγγενής native masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)